- φρενολογικώς
- Νεπίρρ. βλ. φρενολογικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενολογία («φρενολογικές μελέτες»). επίρρ... φρενολογικώς Ν από φρενολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενολογία. Το επίθ. φρενολογικός μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη, ενώ το επίρρ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek